Το αντίθετο της εξάρτησης είναι η σύνδεση *
Τι προκαλεί την εξάρτηση;
Σε μια ευρέως διαδεδομένη συζήτηση στα πλαίσια του TED με τίτλο «Ό,τι νομίζετε, ότι γνωρίζετε για την εξάρτηση είναι λάθος», ο Βρετανός δημοσιογράφος Johann Hari αναλύει τις έρευνες που υπάρχουν σχετικά με τις αιτίες πίσω από την εξάρτηση και πολύ εύστοχα καταλήγει ότι το αντίθετο της εξάρτησης δεν είναι η νηφαλιότητα, αλλά η σύνδεση. Η δήλωσή του, αντηχεί αυτό που πολλοί ειδικοί των εξαρτήσεων του 21ου αιώνα υιοθετούν εδώ και χρόνια- πως η εξάρτηση δε σχετίζεται με τις ευχάριστες επιδράσεις των ουσιών, αλλά με την ανικανότητα του χρήστη να συνδεθεί με υγιείς τρόπους με άλλους ανθρώπους. Με άλλα λόγια, η εξάρτηση δεν είναι μία διαταραχή που αφορά σε ουσίες αλλά είναι μία κοινωνική διαταραχή.
Αυτό φυσικά έρχεται σε αντίθεση με την άποψη που έχουν οι περισσότεροι για τη χρήση ουσιών. Γενικά, οι άνθρωποι πιστεύουν ότι οι ευχάριστες επιδράσεις του αλκοόλ, της κοκαΐνης, της ηρωίνης, κλπ. είναι οι πρωταρχικοί παράγοντες της εξάρτησης. Και γιατί όχι άλλωστε; Ξέρουμε με σιγουριά ότι μόλις ληφθούν αυτές οι ουσίες πυροδοτούν έκκριση ντοπαμίνης και διαφόρων άλλων, σχετιζόμενων με την ευχαρίστηση, νευροχημικών ουσιών στον εγκέφαλο. Με άλλα λόγια, οι εν δυνάμει εξαρτητικές ουσίες μας κάνουν να νιώθουμε καλά, κι επειδή μας αρέσει να νιώθουμε καλά, τείνουμε να επιστρέφουμε σε αυτές για περισσότερο. Με την πρώτη ματιά λοιπόν φαίνεται ανίκητη αυτή η εξάρτηση του ατόμου από τις ουσίες. Υποστηρίζοντας αυτήν την πεποίθηση, οι περισσότερες πρώιμες έρευνες και θεωρίες για τις αιτίες που προκαλούν την εξάρτηση, επικεντρώνονται στην απόκριση του εγκεφάλου στην ευχαρίστηση (η προαναφερθείσα έκκριση ντοπαμίνης). Ακόμη και το Εθνικό Ινστιτούτο για τη Χρήση Ναρκωτικών Ουσιών αρχικά υποστήριξε αυτήν την άποψη.
Παρόλα αυτά, αυτή η για πολύ καιρό επικρατούσα πεποίθηση είναι εσφαλμένη. Αν δεν ήταν, τότε ο καθένας που θα έπινε μια γουλιά αλκοόλ θα γινόταν φανατικός πότης, και ο καθένας που θα λάμβανε ένα οπιούχο (ακόμα και συνταγογραφημένο) θα κατέληγε στη χρήση ηρωίνης. Όμως αυτό απέχει πολύ από την αλήθεια. Στην πραγματικότητα, μόνο το 10% των ανθρώπων που δοκιμάζουν μια ουσία, καταλήγουν στον εθισμό. Οι υπόλοιποι είτε απομακρύνονται από την ουσία εντελώς, είτε την λαμβάνουν περιστασιακά.
Καλωσήρθατε στο Πάρκο των Αρουραίων
Με βάση τα παραπάνω αναρωτιέται κανείς τι συμβαίνει τελικά με τις εξαρτήσεις. Προφανώς, υπάρχουν περισσότερα στοιχεία στην εξίσωση από την ευχαρίστηση που δίνει η παραγωγή ντοπαμίνης στον οργανισμό. Σαφώς και αυτή η εμπειρία της ευχαρίστησης παίζει κάποιο ρόλο, καθώς ανοίγει την πόρτα στην εξάρτηση. Αλλά είναι ξεκάθαρο, δεδομένου ότι οι περισσότεροι άνθρωποι δε γίνονται χρήστες, ότι μακροπρόθεσμα η αρχική εμπειρία ευχαρίστησης του ατόμου δεν είναι αυτό καθαυτό το γεγονός που το οδηγεί στην αναζήτηση της ουσίας επανειλημμένα και καταναγκαστικά.
Αυτό αποτελεί ένα αίνιγμα, το οποίο άρχισαν να εξερευνούν οι επιστήμονες στα τέλη της δεκαετίας του 1970 και στις αρχές του 1980. Χαρακτηριστικό παράδειγμα είναι ο Καναδός ψυχολόγος Bruce Alexander, ο οποίος μελέτησε τα αποτελέσματα κάποιων ερευνών, στις οποίες αρουραίοι τοποθετούνταν σε άδεια κλουβιά, μόνοι, με δύο μπουκάλια νερό για να διαλέξουν – ένα με σκέτο νερό και ένα με νερό με έγχυση ηρωίνης. Αυτά τα πειράματα έδειξαν ότι καθώς περνούσε ο καιρός αυτοί οι αρουραίοι θα εξαρτώνταν από την ηρωίνη και τελικά θα πέθαιναν από υπερβολική δόση. Συνεπώς, οι ερευνητές κατέληξαν στο συμπέρασμα ότι η δυνατότητα απεριόριστης ευχαρίστησης είναι από μόνη της εξαρτητική. Άρα η υπόθεση έκλεισε.
Όχι όμως για τον Bruce Alexander, τον οποίο προβλημάτισε το γεγονός ότι τα κλουβιά, στα οποία είχαν απομονωθεί οι αρουραίοι, ήταν μικρά και χωρίς καμία άλλη δυνατότητα διέγερσης πέραν της ηρωίνης. Η σκέψη του Alexander ήταν ότι σαφώς όλοι οι αρουραίοι θα ήθελαν να «φτιαχτούν», αφού δεν είχαν και τίποτα άλλο να κάνουν! Σε απάντηση αυτής της αδυναμίας ο Alexander δημιούργησε αυτό που σήμερα λέγεται «πάρκο αρουραίων». Πρόκειται για ένα κλουβί περίπου 200 φορές μεγαλύτερο από ένα τυπικό κλουβί με τροχούς και πολύχρωμες μπάλες για να μπορούν να παίζουν οι αρουραίοι, με άφθονο γευστικό φαγητό και χώρους για ζευγάρωμα και για τη φροντίδα των μικρών. Κι έβαλε όχι έναν αρουραίο, αλλά 20 αρουραίους, θηλυκούς κι αρσενικούς, μέσα στο κλουβί. Τότε, και μόνο τότε, έκανε το προηγούμενο πείραμα προσφέροντας ένα μπουκάλι νερό και ένα μπουκάλι νερό με ηρωίνη. Και ξέρετε τι έγινε; Οι αρουραίοι αγνόησαν παντελώς την ηρωίνη. Ενδιαφέρονταν πολύ περισσότερο για τις τυπικές δραστηριότητες της κοινότητας των αρουραίων, όπως να παίζουν, να παλεύουν, να τρώνε και να ζευγαρώνουν. Τελικά με λίγη κοινωνική διέγερση (κοινωνικοποίηση, με δράσεις που προκαλούν το ενδιαφέρον και ευχαρίστηση) καικυρίως με τη σύνδεση, η εξάρτηση εξαφανίστηκε. Ακόμη και οι αρουραίοι που προηγουμένως ήταν απομονωμένοι και αποζητούσαν την ηρωίνη, την εγκατέλειψαν μόλις εισήχθησαν στο πάρκο των αρουραίων.
Το ανθρώπινο πάρκο αρουραίων
Ένας από τους λόγους που συνήθως οι αρουραίοι επιλέγονται στα ψυχολογικά πειράματα είναι το γεγονός ότι είναι κοινωνικά όντα. Χρειάζονται δηλαδή ερεθίσματα, παρέα, παιχνίδι, ένταση, σεξ και αλληλεπίδραση προκειμένου να παραμείνουν χαρούμενοι. Οι άνθρωποι βέβαια έχουμε ένα επιπλέον χαρακτηριστικό. Έχουμε ανάγκη να μπορούμε να εμπιστευτούμε και να συνδεθούμε συναισθηματικά.
Αυτή η ανθρώπινη ανάγκη για εμπιστοσύνη και σύνδεση μελετήθηκε για πρώτη φορά και αναπτύχθηκε ως ψυχολογικός όρος τη δεκαετία του ’50, όταν ο John Bowlby παρακολούθησε τις αντιδράσεις μικρών παιδιών, όταν αυτά αναγκάστηκαν να αποχωριστούν τους γονείς τους. Εν συντομία, ανακάλυψε ότι τα βρέφη, τα νήπια και τα μικρά παιδιά έχουν εκτεταμένη ανάγκη από ασφάλεια και αξιόπιστους φροντιστές. Αν τα παιδιά είναι καλυμμένα ως προς αυτό, τείνουν να είναι πιο χαρούμενα στην παιδική τους ηλικία και προσαρμόζονται καλύτερα (είναι συναισθηματικά υγιείς) αργότερα στη ζωή. Αν ως παιδιά δεν το έχουν αυτό, η ιστορία θα είναι τελείως διαφορετική. Με άλλα λόγια, είναι ξεκάθαρο από τη μελέτη του Bowlby και τις μελέτες μεταγενέστερων ερευνητών ότι το επίπεδο και το μέγεθος της εμπιστοσύνης και της σύνδεσης που βιώθηκε στη πρώιμη παιδική ηλικία επανέρχεται στην ενήλικη ζωή. Όσοι βιώνουν έναν ασφαλή δεσμό ως βρέφη, νήπια και μικρά παιδιά, σχεδόν πάντα το «κουβαλούν» αυτό μαζί τους και στην ενήλικη ζωή και είναι ικανοί να εμπιστεύονται και να συνδέονται με φυσικό και υγιή τρόπο. Αντίθετα, όσοι δεν έχουν βιώσει ασφαλή δεσμό στα πρώτα χρόνια της ζωής τους, έχουν την τάση να παλεύουν με την εμπιστοσύνη και τη σύνδεση αργότερα στη ζωή. Έτσι, τα άτομα με ασφαλή δεσμό έχουν την τάση να νιώθουν άνετα και να ευχαριστιούνται το «ανθρώπινο πάρκο αρουραίων», ενώ οι άνθρωποι χωρίς ασφαλή δεσμό συνήθως δυσκολεύονται να ταιριάξουν και να συνδεθούν.
Μαντέψτε ποια ομάδα είναι πιο ευάλωτη στην εξάρτηση
Τα καλά νέα είναι ότι οι άνθρωποι με ανασφαλή δεσμό δεν είναι καταδικασμένοι σε αυτή την προσέγγιση της ζωής. Με συνειδητή προσπάθεια, τα άτομα που δεν έχαιραν ασφαλούς δεσμού στην παιδική ηλικία (και κατά συνέπεια την ικανότητα να συνδεθούν εύκολα στην ενήλικη ζωή) μπορούν να μάθουν να συνδέονται με ασφάλεια – συνήθως μέσω θεραπείας, ομάδων υποστήριξης, και ποικίλων άλλων υγιών και θεραπευτικών σχέσεων- δημιουργώντας με την πάροδο του χρόνου αυτό που είναι γνωστό ως «κερδισμένη ασφάλεια».
Για τους τοξικομανείς η “κερδισμένη ασφάλεια” είναι μια πολύ σημαντική έννοια. Από την άλλη οι αρουραίοι δεν τη χρειάζονται. Μπορείτε να πάρετε έναν εθισμένο αρουραίο και να τον αφήσετε σε ένα πάρκο κι εκείνος γρήγορα θα αφομοιωθεί, παραμερίζοντας τον εθισμό του για χάρη των υγειών σχέσεων και των δραστηριοτήτων με τους υπόλοιπους αρουραίους. Αλλά με τους ανθρώπους απαιτείται πάντα περισσότερη προσπάθεια. Και μέρος αυτής της προσπάθειας είναι να ξεπεραστεί η έλλειψη εμπιστοσύνης και η απουσία σύνδεσης που δημιουργήθηκε κατά την παιδική ηλικία.
Ενδιαφέρον παρουσιάζει το γεγονός ότι οι Ανώνυμοι Αλκοολικοί και οι θεραπευτικές κοινότητες απεξάρτησης στο σύνολο τους συνειδητοποίησαν αυτό το γεγονός πολύ πριν το πείραμα του πάρκου των αρουραίων του Alexander.Στην πραγματικότητα, η συχνά παράλληλη δουλειά των προγραμμάτων θεραπείας των 12 βημάτων και των προσαρμοσμένων προγραμμάτων θεραπείας της εξάρτησης- μετά την αρχική εμπειρία της αποτοξίνωσης- περιλαμβάνουν τη σύνδεση του εξαρτώμενου με άλλους ανθρώπους. Όχι όμως με τον καθένα. Μιλάμε για ανθρώπους που προσφέρουν ασφάλεια, υποστήριξη, αξιοπιστία και ενσυναίσθηση.
Τις περισσότερες φορές αυτοί οι υποστηρικτικοί άνθρωποι είναι άλλοι εξαρτημένοι σε θεραπεία, οι οποίοι γνωρίζουν ακριβώς πως είναι να είσαι εξαρτημένος και να μπαίνεις σε μία επί μακρώ διαδικασία θεραπείας. Ωστόσο, αυτή η πρωτόγνωρη αίσθηση σύνδεσης δε χρειάζεται πάντα να γίνεται με άλλους εξαρτημένους σε θεραπεία. Για παράδειγμα, όπως ο Hari αναφέρει στην ομιλία του στο TED, οι Πορτογάλοι, οι οποίοι αποποινικοποίησαν το 2001 παράνομες ουσίες (όπως οι εξαρτησιογόνες), επιλέγουν μία πιο διευρυμένη προσέγγιση για να ξεπεραστεί η εξάρτηση. Αντί να ξοδεύουν χρήματα στα κλειστά προγράμματα, οι Πορτογάλοι έχουν εστιάσει τις προσπάθειές τους στο να βοηθούν εξαρτημένους να συνδέονται με την ευρύτερη κοινωνία. Αν, για παράδειγμα, ένας εξαρτημένος ήταν ένας προγραμματιστής πριν από την έναρξη της εξάρτησης, η κυβέρνηση θα βρει μία εταιρία η οποία χρειάζεται έναν προγραμματιστή και θα προσφέρει τον μισό μισθό του εξαρτημένου για τον πρώτο χρόνο εργασίας, αν η εταιρία του δώσει μια ευκαιρία. Επιπλέον, η κυβέρνηση χρηματοδοτεί ευκαιρίες θεραπείας με βάση το παραδοσιακό μοντέλο και ποικίλες άλλες μορφές κοινωνικής υποστήριξης. Εν συντομία, η Πορτογαλία προσπαθεί να επανεντάξει τους εξαρτημένους στο ανθρώπινο πάρκο αρουραίων με τρόπο ο οποίος τους βοηθάει να μάθουν να εμπιστεύονται και να συνδέονται.
Κάτι το οποίο φαίνεται να λειτουργεί. Σε αντίθεση με τις περισσότερες δυσοίωνες προβλέψεις, η αποποινικοποίηση στην Πορτογαλία δεν οδήγησε σε αύξηση της χρήσης ναρκωτικών, στην εξάρτηση και σε παρόμοια προβλήματα. Στην πραγματικότητα συνέβη το αντίθετο. Η προβληματική χρήση ουσιών, η χρήση ουσιών ανάμεσα σε εφήβους, οι θάνατοι σχετιζόμενοι με χρήση ουσιών και άλλες βλάβες που προκαλούνται από τα ναρκωτικά, καθώς και ο υπερπληθυσμός στις φυλακές, μειώθηκαν. Παρόλα αυτά, η κατάσταση δεν είναι ιδανική. Για παράδειγμα, υπάρχουν αναφορές ότι έχει αυξηθεί η χρήση της κάνναβης και περισσότεροι άνθρωποι εκδηλώνουν χρήση καθ’ όλη τη διάρκεια της ζωής τους. (Αυτό μπορεί να συμβαίνει στους ανθρώπους που εξισώνουν τη μαριχουάνα με το αλκοόλ και τώρα που είναι νόμιμο, προτιμούν απλώς να καπνίζουν αντί να πίνουν). Συνολικά όμως φαίνεται ότι η πρωτοφανής στρατηγική της Πορτογαλίας να συνδέει παρά να απομονώνει τους χρήστες, είναι αποτελεσματική.
Επομένως όντως φαίνεται ότι το αντίθετο της εξάρτησης δεν είναι η νηφαλιότητα αλλά η σύνδεση. Το να αναπτύσσει κανείς υγιείς διαπροσωπικές σχέσεις ως μέρος της ανάρρωσης και θεραπείας δεν είναι εύκολο. Χρειάζεται χρόνο, προσπάθεια και ένα πρόθυμο υποστηρικτικό δίκτυο. Τα καλά νέα είναι ότι τώρα ξέρουμε με σιγουριά ότι αυτός ο τύπος θεραπείας και κοινωνικής σύνδεσης είναι εφικτός- ακόμα και για τους πλέον εξαρτημένους.
Η ομάδα του συνδετήρα
* Το παρόν αποτελεί προϊόν μετάφρασης από την Ομάδα του «συνδετήρα». Το πρωτότυπο άρθρο του Robert Weiss με τίτλο «The Opposite of Addiction is Connection» μπορείτε να το βρείτε στον ακόλουθο σύνδεσμο: https://www.psychologytoday.com/blog/love-and-sex-in-the-digital-age/201509/the-opposite-addiction-is-connection?utm_content=bufferb0b7d&utm_medium=social&utm_source=facebook.com&utm_campaign=buffer
Ο Robert Weiss είναι διεθνώς αναγνωρισμένος κλινικός επιστήμονας και συγγραφέας και ειδικεύεται στη συσχέτιση της εγγύτητας με την εξάρτηση. Για περισσότερες πληροφορίες: robertweissmsw.com.