Απέναντι στην απώλεια, τις αντιξοότητες και στον πόνο που όλοι αργά ή γρήγορα συναντάμε στη ζωή, πολλές στρατηγικές είναι δυνατές. Είτε αφηνόμαστε στον πόνο και σταδιοδρομούμε ως θύματα, είτε κάνουμε κάτι για να τον ξεπεράσουμε."
Β. Cyrulnik
Illustration by Gizel Vural
Πρώτη φορά έγινε λόγος για την ανθεκτικότητα το 1979 από την ψυχολόγο Suzanne C. Kobasa, η οποία προσδιόρισε την ανθεκτικότητα σαν ένα χαρακτηριστικό της προσωπικότητας, το οποίο αποτελεί εσωτερική πηγή αντίστασης στο στρες. Σύμφωνα με την Kobasa η ανθεκτικότητα είναι σημαντικός παράγοντας μεταξύ στρες και σωματικής και ψυχικής υγείας και αποτελεί γενική ιδιότητα που προέρχεται από πλούσιες ποικίλες θετικές παιδικές εμπειρίες (Μaddi& Κobasa,1984). Αποτελεί την ικανότητα του ατόμου να αντιμετωπίσει στρεσογόνες καταστάσεις στη ζωή του, αποδεχόμενο ότι αποτελούν μέρος της, και να προσπαθεί να τις μετασχηματίσει σε λιγότερο στρεσογόνες.
Η ανθεκτικότητα, σύμφωνα με τους ερευνητές, είναι ένα μοντέλο συμπεριφορών και δεξιοτήτων που βελτιώνουν την απόδοση, τη συμπεριφορά, το ηθικό και την υγεία παρά τις αγχωτικές περιστάσεις (Maddi, 2002). Η ανθεκτικότητα σύμφωνα με την Kobasa αποτελείται από τρία στοιχεία (1979;1984):
- Πρόκληση – Οι ανθεκτικοί άνθρωποι βλέπουν τις δύσκολες καταστάσεις ως προκλήσεις και δέχονται την αλλαγή ως μέρος της ζωής. Αξιοποιούν τα εμπόδια και τις δυσκολίες ως ευκαιρίες για προσωπική ανάπτυξη.
- Σύνδεση – Οι ανθεκτικοί άνθρωποι έχουν μια ισχυρή αίσθηση δέσμευσης. Έχουν έναν επιτακτικό λόγο να σηκωθούν από το κρεβάτι το πρωί. Δημιουργούν βαθιές και ουσιαστικές σχέσεις με τους άλλους και δείχνουν ότι ενδιαφέρονται με πάθος. Αυτή η δέσμευση και τα ενδιαφέροντα τους, τους δίνουν έναν λόγο να συνεχίσουν να παλεύουν και να μην εγκαταλείψουν όταν αντιμετωπίζουν αντιξοότητες.
- Προσωπικός έλεγχος – Οι ανθεκτικοί άνθρωποι ξοδεύουν το χρόνο τους και την ενέργεια τους επικεντρώνοντας σε καταστάσεις και γεγονότα που έχουν τον έλεγχο και μπορούν να αλλάξουν ή να ελέγξουν, έτσι νιώθουν δυνατοί και με αυτοπεποίθηση.
Το τρίπτυχο αυτό της ανθεκτικότητας προάγει τη δύναμη και το κίνητρο που χρειάζεται κάποιος για να ανταπεξέλθει στο στρες (Maddi, 2002). Με τη δύναμη της ανθεκτικότητας οι στρεσογόνες καταστάσεις μπορούν να μετατραπούν από πιθανές διαταραχές σε μεγάλες ευκαιρίες.
Η ανθεκτικότητα διαφέρει από πολιτισμό σε πολιτισμό. Οι τραυματικές εμπειρίες καθώς και οι απώλειες και η θλίψη παίρνουν αναγκαστικά διαφορετικές μορφές έκφρασης σύμφωνα με την κουλτούρα. Οι επικρατούσες έννοιες της ζωής και του θανάτου και των τελετών κηδειών για τους αγαπημένους είναι σημαντικές για την αποδοχή και κατανόηση του τι συνέβη. Έτσι παρατηρήσαμε ότι στην Κίνα οι άνθρωποι προσαρμόστηκαν πολύ γρήγορα στα δεδομένα της επιδημίας και ό,τι συνεπάγεται αυτή, καραντίνα, επείγουσα κατάσταση για το σύστημα υγείας, “breakdown” κλπ καθώς εκεί είναι πολύ συχνότερο το φαινόμενο των επιδημιών σε σχέση με τη χώρα μας.
Πλήθος ερευνών σε διαφορετικούς πληθυσμούς έχουν επιβεβαιώσει ότι η ανθεκτικότητα είναι 1. Ένας αρνητικός προγνωστικός παράγοντας των αυτοαναφορικών επιπέδων ασθένειας, 2. Αρνητικός προγνωστικός παράγοντας επαγγελματικής εξουθένωσης ανάμεσα σε νοσοκόμες, 3. Θετικός προγνωστικός παράγοντας επιπέδου δραστηριότητας στους ηλικιωμένους, 4. Ένας θετικός προγνωστικός παράγοντας της ποιότητας ζωής σε πάσχοντες από σοβαρές ασθένειες, και 5. Ένας θετικός προγνωστικός παράγοντας της αποτελεσματικότητας της επίδοσης. Σε έρευνα των Kobasa, Maddi, Puccetti, και Zola, το 1985, η ανθεκτικότητα αναδείχθηκε σε ισχυρότερο ρυθμιστή ενάντια στην αρρώστια σε σχέση με τη σωματική άσκηση ή την κοινωνική υποστήριξη.
Στην Ελλάδα στη δεδομένη χρονική στιγμή, γίνεται λόγος για την ανθεκτικότητα με αφορμή την επιδημία που βιώνει η χώρα όπως και άλλες 206 χώρες στον κόσμο οι οποίες πλήττονται από τον ιό COVID-19. Αυτή τη στιγμή παγκοσμίως έχουν επιβεβαιωθεί περίπου 1.500.000 κρούσματα και έχουν σημειωθεί περίπου 65.000 θάνατοι. Παράλληλα τα συστήματα υγείας και το υγειονομικό προσωπικό πλήττονται στις περισσότερες χώρες του κόσμου, οι άνθρωποι ζουν με περιοριστικά μέτρα σε καραντίνα, τα κράτη εφαρμόζουν lockdown, οι οικονομίες βρίσκονται σε κρίση κ.α. Ο ιός είναι άγνωστος, επικείμενος, μεταδοτικός και προκαλεί θνησιμότητα.
Στα πλαίσια της ψυχικής υγείας, μια μεγάλη επιδημία προκαλεί μια ψυχοκοινωνική «καταστροφή» η οποία μπορεί να επηρεάσει την ικανότητα του πληθυσμού να διαχειριστεί την κατάσταση. Οι μολυσματικές ασθένειες διαδραμάτισαν σημαντικό ρόλο στη διαμόρφωση της ιστορίας των ανθρώπων και είναι υπεύθυνες, λόγω των μεγάλων πληγών του παρελθόντος, για περισσότερους θανάτους από οποιαδήποτε άλλη ανθρώπινη παθολογία γεγονός που εξελικτικά στη χαράξη μια αυτόματης απάντησης στο υποσυνείδητό μας για το φόβο μολύνσεων. Οι ευπαθείς ομάδες, οι άνθρωποι που εργάζονται στην πρώτη γραμμή όπως ιατρικό και νοσηλευτικό προσωπικό, όσοι προσβάλλονται από τον ιό,οι οποίοι στιγματίζονται,οι άνθρωποι που βρίσκονται σε καραντίνα, οι οικογένειες των ανθρώπων που πεθαίνουν από τον ιό, οι επιχειρήσεις και οι κοινωνικές δομές που μετρούν απώλειες, υφίστανται επιπτώσεις στην ψυχολογική τους υγεία.
Ολόκληρος ο πληθυσμός αισθάνεται άγχος. Ωστόσο, πρέπει να διευκρινιστεί ότι όλα τα ψυχοκοινωνικά προβλήματα που μπορεί να προκύψουν δεν είναι διαταραχές αλλά αποτελούν «φυσιολογικές» αντιδράσεις σε μια «αφύσικη» κατάσταση.
Συμπεραίνεται ότι η προσαρμογή είναι αναγκαία σε ένα κόσμο συνεχώς μεταβαλλόμενο, που όλο και περισσότερο «ανοίγει» προς τα έξω. Από εμάς μεμονωμένα και συνολικά κρίνεται αναγκαίο να συντονιστούμε με αυτό τον πιο προσαρμοστικό τρόπο σκέψης, όντες πιο θετικοί, επιδιώκοντας την προσπάθεια και όχι την ασφάλεια, δημιουργώντας συνδέσεις με άτομα και ομάδες, βοηθώντας τους άλλους και δείχνοντας και λαμβάνοντας αλληλεγγύη, θέτοντας στόχους και επιδιώκοντας τους, αντιλαμβανόμενοι ότι το περιβάλλον είναι συνεχώς καινούργιο.
«Έχουμε την εντύπωση ότι ο κόσμος είναι αμετάβλητος διότι είμαστε θνητοί και στη διάρκεια της ζωής μας έχουμε ανάγκη να βάλουμε μια τάξη για να οργανώσουμε τη στρατηγική της ύπαρξης μας. Αν ήμασταν αθάνατοι θα διαπιστώναμε ότι η σταθερότητα είναι σύντομη και ότι κάθε τάξη οδηγεί στην αταξία.»
Β. Cyrulnik
Καραδεδέ Βαρβάρα
Ψυχολόγος, MSc